-
1 σκύρβια
σκύρβια· κρόμμυα, Hsch. [full] σκυρθάλια· μειράκια, ἔφηβοι, Id. [full] σκυρθαλιάς· Θεόφραστος τοὺς ἐφήβους οὕτω φησὶ καλεῖσθαι· Διονύσιος δὲ τοὺς μείρακας, Id. [full] σκυρθάλιος· νεανίσκος, Id. [full] σκυρθάνια· τοὺς ἐφήβους οἱ Λάκωνες, Phot. [full] σκυρίττω,= κυρίττω, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκύρβια
-
2 σκυρθάλιος
Grammatical information: m.Meaning: νεανίσκος H. Also σκυρθάλια (- ιᾶς cod.) Θεόφραστος τοὺς ἐφήβους οὕτω φησὶ καλεῖσθαι, Διονύσιος δε τοὺς μείρακας H.Derivatives: Besides σκυρθάνια τοὺς ἐφήβους οἱ Λάκωνες Phot. With metathesis σκύθραξ μεῖραξ, ἔφηβος H. Without σ- (dissim. because of Lac. - σ- from - θ-?) in κυρσίον μειράκιον H., Lac. κυρσάνιος `id.' (Ar. Lys.); cf. Bechtel Dial. 2, 376.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation like νηφ-άλιος a. o. Since Fick 1, 142 compared with Skt. kr̥dhú- `shortened, mutilated', á-skr̥dho-yu- `not shortened, not needy', to which further a widespread Lithuanian group, a. o. skurstù, skurdaũ skur̃sti `suffer want', `stay back in growth, languish', nu-skur̃dęs `impoverished, neglected'; one may also compare Lat. cordus `born late' (Persson Beitr. 1, 164ff.); s. except Bq and WP. 2, 590 esp. Fraenkel s. skur̃sti w. further references. -- The Gr. υ-vowel would then have to be considered as zero grade (Schwyzer 351, also W.-Hofmann s. cordus w. lit.) [which is improbable]. -- The variation may point to a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,743Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκυρθάλιος
-
3 ἐγγράφω
3 engrave, inscribe,ἐν τῇσι στήλῃσι Hdt.2.102
, cf. 4.91;νόμους Lys. 30.2
(of codifiers, opp. ἐξαλείφω): —[voice] Med., :— [voice] Pass., to be written in, ἐνεγέγραπτο δὲ τάδε ἐν αὐτῇ (sc. τῇ ἐπιστολῇ) Th.1.128; αὑτὸν εὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνειν found his name entered in the letter for execution, ib. 132; .4 metaph.,εἰ μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐγγραφήσεσθαι ἀνθρώποις X.Cyr.3.3.52
.5 Geom., inscribe a figure in another, εἰς .. Euc.4.4, al.; ἐν .. Archim.Sph. Cyl.1.13, al. ([voice] Pass.).6 Medic., include in a prescription,οἶνος ἐγγεγράφθω Aret.CD1.2
.II enter in the public register, esp. of one's deme or phratria,ἐς τὰ κοινὰ γραμματεῖα Is.7.1
;ἐγγράψαι τὸν υἱὸν εἰς ἄνδρας D.19.230
;εἰς τοὺς φράτερας Id.39.4
;ἐ. εἰς τοὺς ἀτίμους Plu.Them.6
; alsoἱερὰν ἐ. τὴν οὐσίαν Alex.276
:—[voice] Pass.,εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφῆναι D.18.261
; Μαντίθεος ἐνεγεγράμμην by the name of M., Id.39.4;τοὺς μήπω δι' ἡλικίαν ἐγγεγραμμένους Arist.Pol. 1275a15
; ;εἰς τοὺς ἐφήβους Pl.Ax. 366e
. (A.Ch. 699 is corrupt.)2 indict, Ar. Pax 1180, D.37.24:—[voice] Pass., ἐγγράφεσθαι λιποταξίου to be indicted for desertion, Aeschin.2.148.3 of statedebtors, enter their names, ἐγγραφόντων οἱ ἄρχοντες τοῖς πράκτορσιν Lex ap. D.43.71; ἐγγεγραμμένος [ἐν ἀκροπόλει] registered among the state-debtors, D.25.4, cf. Arist.Ath.48.1; also of ἄτιμοι, Pl.Lg. 784d. (Perh. written ἐκγρ-, SIG742.29.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγγράφω
-
4 ἐγ-γράφω
ἐγ-γράφω, eingraben, in eine Säule, Her. 4, 91; daraufmalen, ζῷα ἐς τὴν ἐσϑῆτα Her. 1, 203; vgl. Plat. Rep. VI, 501 c; gew. darein-, daraufschreiben; οὐ πίναξίν ἐστιν ἐγγεγραμμένα Aesch. Suppl. 524, wie übertr. im med., ἣν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Prom. 791; c. acc., δέλτον ἐγγεγραμμένην ξυνϑήματα, worauf das Orakel geschrieben, Soph. Tr. 156; ἐν κύτει ἔγγραψον ὅρκους Eur. Suppl. 1202; ἐν ἐπιστολῇ τάδε ἐνεγέγραπτο Thuc. 1, 128; Folgde. – Bes. in Athen, in ein Verzeichniß eintragen; – a) in die Bürgerrolle, εἰς τοὺς δημότας καὶ εἰς ὀργεῶνας Is. 2, 15; Dem. 39, 5 u. sonst; εἰς τοὺς ἐφήβους Plat. Ax. 366 e; εἰς ἄνδρας Dem. 19, 230; auch in andere Klassen od. Verzeichnisse; εἰς τοὺς τριακοσίους 6, 60; εἰς συμμορίαν 39, 8; εἰς τὸ ληξιαρχικὸν γραμματεῖον Aesch. 1, 18; ähnlich εἰς τοὺς ἀτίμους, mit der Atimie bestraft werden, Plut. Them. 6; in Rom, in den Senat, Plut. Poplic. 11. – b) von Staatsschuldnern, die ins Staatsschuldenbuch, in eine Tafel auf der Akropolis eingetragen wurden; Plat. Legg. VI, 784 d; προςοφείλων ἐγγέγραμμαι Dem. 27, 63; ἐγγεγραμμένος ἐν ἀκροπόλει neben ὀφείλων τῷ δημοσίῳ 95, 4; vgl. 70, u. öfter. – C) auch = als Verklagten einschreiben lassen, anklagen; ἐνεγράφης λειποταξίου Aesch. 2, 148. – Uebertr., διανοίας ἀνϑρώποις, einprägen, Xen. Cyr. 3, 3, 32; λόγους ψυχαῖς Plut. philos. esse cum princ. 4; s. oben die Stelle aus Aesch.
-
5 εγγραφω
1) вырезывать, начертать, изображать(γράμματα ἐν στήλῃ и ζῷα ἐς τέν ἐσθῆτα Her.)
2) записывать, вписывать(τοὺς νόμους Lys.; ἐν ἐπιστολῇ ἐγγράψασθαι Thuc.)
3) записывать, вносить в списки(εἰς τοὺς ἐφήβους Plat.; εἰς τό ληξιαρχικὸν γραμματεῖον Aeschin.; τοῖς πράκτορσιν Dem.; εἰς τοὺς ἀτίμους Plut.; εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφῆναι Dem.)
4) перен. запечатлевать(μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐγγραφήσεσθαι ἀνθρώποις Xen.; med. ἐ. τι μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Aesch.)
-
6 ἔφ-ηβος
ἔφ-ηβος, ὁ, dor. ἔφᾱβος, Theocr. 23, 1, der die ἥβη, das Alter der Mannbarkeit, erreicht hat. In Athen wurde der Jüngling mit dem 18. Jahre, das Mädchen mit dem 14. so genannt, vgl. Xen. Cyr. 1, 2, 8 u. oben ἐπιδιετές; εἰς τοὺς ἐφήβους εἰςελϑεῖν, ἐξέρχεσϑαι, ibd. 1, 5, 1; εἰς ἐφήβους ἐγγραφῆναι Plat. Ax. 366 e, denn mit dem Eintritt in dies Alter wurde man unter die Bürger aufgenommen u. nach vorangegangener δοκιμασία in das ληξιαρχικόν eingetragen; vgl. Herm. §. 123; ἐξ ἐφήβων γίγνεσϑαι, aus dem Jünglingsalter treten, Luc. Iup. trag. 26; Plut. u. A. – Als fem. nur VLL. u. Sp. – Bei Ath. XI, 469 a u. Schol. Ar. Vesp. 851 eine Art Trinkgeschirr, vgl. ἡβάω. – Bei Antp. Sid. 93 (VII, 427) ein Wurf im Würfelspiel.
-
7 εφηβος
дор. ἔφᾱβος ὅ1) эфеб, юноша, достигший возмужалости, подросток (с 16, в Афинах с 18 лет, между παῖς и νέος; достигнув этого возраста, он подвергался докимасии (см. δοκιμασία См. δοκιμασια), записывался как совершеннолетний и полноправный гражданин в ληξιαρχικόν своего дема и привлекался к περίπολος, т.е. к военной службе в пограничных отрядах, отбывая ее до 20-летнего возраста) Arst., Plut.εἰς τοὺς ἐφήβους εἰσέρχεσθαι Xen. — вступить в число эфебов;
εἰς ἐφήβους ἐγγράφεσθαι Plat. — быть записанным в число эфебов;ἐξ ἐφήβων γίγνεσθαι Luc. — выйти из юношеского возраста2) «эфеб» ( бросок в игре в кости) Anth. -
8 εἰσέρχομαι
εἰσέρχομαι, [tense] fut. - ειεύσομαι: [tense] aor. - ήλῠθον, -ῆλθον: in [dialect] Att., [tense] fut. is supplied by εἴσειμι, and [tense] impf. by εἰσῄειν:—A go in or into, enter, in Hom. and Poets mostly c. acc.,Φρυγίην εἰσήλυθον Il.3.184
;ἀλλ' εἰσέρχεο τεῖχος 22.56
;αὐιάν Pi.N.10.16
; ἄλσος, δόμους, S.Tr. 1167, E.Alc. 563;οἴκαδε X.HG5.4.28
;οἴκαδε εἰς ἐμαυτοῦ Pl.Hp.Ma. 304d
; εἰσῆλθ' ἑκατόμβας invaded the hecatombs, Il.2.321 : but in Prose mostly with Preps.,ἐς οἴκημα Th.1.134
, etc.; ἐς. ἐς τὰς σπονδάς come into the treaty, Id.5.36; εἰς τὸν πόλεμον v.l. in X.An.7.1.27; εἰ. εἰς τοὺς ἐφήβους enter the ranks of the Ephebi, Id.Cyr.1.5.1; also εἰ. πρός τινα enter his house, visit him, ib.3.3.13; of a doctor, pay a visit, Gal.18(2).36 ;εἰ. ἐπὶ τὸ δεῖπνον X.An.7.3.21
: abs., of money, etc., come in,προσόδους εἰσελθούσας Id.Vect.5.12
.II of the Chorus, actors, etc., come upon the stage, enter, Pl.R. 580b, X.An. 6.1.9, etc.; enter the lists, in a contest, S.El. 700; πρός τινα in competition with.., D.18.319.III as law-term, of the accuser, come into court, εἰς ὑμᾶς (sc. τοὺς δικαστάς) D.59.1; but also .2 of the parties, c. acc., εἰ. τὴν γραφήν enter the charge, Id.18.105;εἰ. δίκας Id.28.17
(so alsoεἰ. [τὴν καταχειροτονίαν] Id.21.6
; εἰ. λόγον κατά τινος Arg. Isoc.II).3 of the accused, come before the court, ;εἰς δικαστήριον Id.Grg. 522b
;εἰς ὑμᾶς D.18.103
, cf. 21.176; εἰσελθόντες δ' ὡς ὑμᾶς is prob. in Arist.Rh. 1410a18.4 of the cause, to be brought in, ποῖ οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην; D.35.49.VI metaph., [μένος] ἄνδρας ἐσέρχεται courage enters into the men, Il.17.157 ; πείνη δ' οὔ ποτε δῆμον ἐσέρχεται famine never enters the land, Od.15.407 ;Κροῖσον γέλως ἐσῆλθε Hdt.6.125
;ὥς με πόλλ' εἰσέρχεται.. ἄλγη A.Pers. 845
;πόθος μ' εἰσέρχεται E.IA 1410
; νιν εἰσῆλθεν τάδε ib.57 : c. dat., ;[Κύπρις] εἰσέρχεται μὲν ἰχθύων.. γένει Id.Fr.941.9
;δέος εἰ. τινὶ περί τινος Pl.R. 330d
;ὑποψία εἰ. μοι Id.Ly. 218c
.2 come into one's mind,Κροίσῳ ἐσελθεῖν τὸ τοῦ Σόλωνος Hdt.1.86
, cf. Pl.Tht. 147c ; ἐσελθεῖν τισὶ ἡδονήν, οἶκτον, Hdt.1.24,3.14.b impers., c. inf., τὸν δὲ ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρῆγμα it came into his head that.., Id.3.42 ;ἐσῆλθέ με κατοικτῖραι Id.7.46
;εἰσῆλθε δή με..φοβηθῆναι Pl. Lg. 835d
;τὸν δὲ ἐσῆλθε ὡς εἴη τέρας Hdt.8.137
;εἰσελθέτω σε μήποθ' ὡς.. A.Pr. 1002
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσέρχομαι
-
9 κρίνω
κρίνω [pron. full] [ῑ], [dialect] Ep. [ per.] 3sg. ind. κρίνησι ( δια-) f.l. in Theoc.25.46: [tense] fut. κρῐνῶ, [dialect] Ep., [dialect] Ion. κρῐνέω ( δια-) Il.2.387: [tense] aor.Aἔκρῑνα Od.18.264
, etc.: [tense] pf., etc.:—[voice] Med., [tense] fut. , but in pass. sense, Pl.Grg. 521e: [tense] aor.ἐκρῑνάμην Il.9.521
, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.κρῐθήσομαι A.Eu. 677
, Antipho 6.37, etc.: [tense] aor. ἐκρίθην [ῐ] Pi.N.7.7, etc.; [ per.] 3pl.κρίθεν Id.P.4.168
,ἔκριθεν A.R.4.1462
; [dialect] Ep.opt. κρινθεῖτε ( δια-) Il.3.102, part.κρινθείς 13.129
, Od.8.48, inf.κρινθήμεναι A.R.2.148
: [tense] pf.κέκρῐμαι Pi.O.2.30
, And.4.35, etc.; inf. κεκρίσθαι ( ἀπο-) Pl. Men. 75c:—[dialect] Aeol. [full] κρίννω dub.in IG12(2).278 (Mytil.): [tense] aor. ἔκριννε ib. 6.28(Mytil., [pref] ἐπ-); inf. κρίνναι ib.526b15:—Thess. [tense] pres. inf. [full] κρεννέμεν ib.9(2).517.14 ([place name] Larissa):—separate, put asunder, distinguish,ὅτε τε ξανθὴ Δημήτηρ κρίνῃ.. καρπόν τε καὶ ἄχνας Il.5.501
, etc.;κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῦλα 2.362
. cf. 446;ἥλιος ἠὼ καὶ δύσιν ἔκρινεν Emp.154.1
;κ. τὸ ἀληθές τε καὶ μή Pl.Tht. 150b
;τούς τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακούς X. Mem.3.1.9
, etc.:—also [voice] Med.,ἀντία δ' ἐκρίναντο δέμας καὶ σήματ' ἔθεντο χωρὶς ἀπ' ἀλλήλων Parm.8.55
:—[voice] Pass.,κρινόμενον πῦρ Emp.62.2
.II pick out, choose,ἐν δ' ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσιν Il.1.309
;ἐκ Λυκίης.. φῶτας ἀρίστους 6.188
, cf. Od.4.666, 9.90, 195, 14.217, etc.;κ. τινὰ ἐκ πάντων Hdt.6.129
;κρίνασα δ' ἀστῶν.. τὰ βέλτατα A.Eu. 487
; , etc.:—[voice] Med., κρίνασθαι ἀρίστους to choose the best, Il.9.521, cf. 19.193, Od.4.408, 530, etc.:—[voice] Pass., to be chosen out, distinguished,ἵνα τε κρίνονται ἄριστοι 24.507
; esp.in partt., κεκριμένος picked out, chosen, Il.10.417, Od.13.182, al., Hdt.3.31;κρινθείς Il.13.129
, Od.8.48; ἀρετᾷ κριθείς distinguished for.., Pi.N.7.7; κριθέντων ἐν τοῖς ἱερέοις approved.., GDI2049.15 (Delph.); ἀσπίδα.. κεκριμένην ὕδατι καὶ πολέμῳ proved by sea and land, AP9.42 (Leon.); ἐν ζῶσι κεκριμένα numbered among.., cj. in E.Supp. 969 (lyr.);εἰς τοὺς ἐφήβους κριθείς Luc.Am.2
.2 decide disputes,κρίνων νείκεα πολλά Od.12.440
;ἔκριναν μέγα νεῖκος.. πολέμοιο 18.264
: c.acc. cogn., οἳ.. σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας judge crooked judgements, Il.16.387;κ. δίκας Hdt. 2.129
;κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην A.Eu. 433
, etc.; πρώτας δίκας κρίνοντες αἵματος ib. 682; κρινεῖ δὲ δὴ τίς ταῦτα; Ar.Ra. 805;κ. κρίσιν Pl.R. 36o
e;ἄριστα κ. Th.6.39
; κρίνουσι βοῇ καὶ οὐ ψήφῳ they decide the question.., Id.1.87;μίσει πλέον ἢ δίκῃ κ. Id.3.67
;τὸ δίκαιον κ. Isoc.14.10
; τῷ τοῦτο κρίνεις; by what do you form this judgement? Ar.Pl. 48;κ. περί τινος Pi.N.5.40
, Pl.Ap. 35d, Arist.Rh. 1391b9, etc.:— [voice] Pass.,ἀγὼν κριθήσεται A.Eu. 677
; κἂν ἰσόψηφος κριθῇ (sc. ἡ δίκη) ib. 741: impers., κριθησόμενον a decision being about to be taken, Arr.An. 3.9.6.b decide a contest, e.g. for a prize,ἀγῶνα κ. Ar.Ra. 873
; : c. acc. pers., κ. τὰς θεάς decide their contest, i.e. judge them, E.IA72:—[voice] Pass., Id.Supp. 601(lyr.);αἱ μάχαι κρίνονται ταῖς ψυχαῖς X.Cyr.3.3.19
:—[voice] Med. and [voice] Pass., of persons, have a contest decided, come to issue,κρινώμεθ' Ἄρηϊ Il.2.385
, cf.18.209;ὁπότε μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν.. μένος κρίνηται Ἄρηος Od.16.269
;βίηφι κ. Hes.Th. 882
; dispute, contend, Ar.Nu.66;περὶ ἀρετῆς Hdt.3.120
;οὐ κρινοῦμαι.. σοι τὰ πλείονα E.Med. 609
;δίκῃ περί τινος κρίνεσθαι Th.4.122
; κρίνεσθαι μετά τινος v.l. in LXX Jd.8.1, Jb.9.3;πολλαῖς μάχαις κριθείς Nic.Dam.20
J.; compete in games, c. acc. cogn.,κριθέντα Πύθια JRS3.295
(Antioch. Pisid.): [tense] pf. part., decided, clear, strong,κεκριμένος οὖρος Il.14.19
; πόνοι κεκρ. decided, ended, Pi.N.4.1.3 adjudge,κράτος τινί S.Aj. 443
:—[voice] Pass.,τοῖς οὔτε νόστος.. κρίθη Pi.P.8.84
; the sum adjudged to be paid,PLips.
38.13 (iv A. D.).b abs., judge, give judgement,ἄκουσον.. καὶ κρῖνον Ar.Fr. 473
;ἀδίκως κ. Pherecr.96
, cf. Men.Mon. 287, 576.c Medic., bring to a crisis,τὸ θερμὸν φίλιόν [ἐστι] καὶ κρῖνον Hp.Aph.5.22
;κ. τὰ νοσήματα Gal.Nat. Fac.1.13
, al.:—[voice] Pass., of a sick person, come to a crisis,ἐκρίθη εἰκοσταῖος Hp.Epid.1.15
(also impers. in [voice] Act., ἔκρινε τούτοισιν ἑνδεκαταίοισιν the crisis came.., ib.18);τοῦ πάθους κριθέντος D.S.19.24
.4 judge of, estimate, πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων [αὐτόν] judging of him by myself, D.21.154;πρὸς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν κ. Isoc.4.76
:—[voice] Pass.,ἴσον παρ' ἐμοὶ κέκριται Hdt.7.16
.α'; εὔνοιακαιρῷ κρίνεται Men.691
.5 expound, interpret in a particular way,τὸ ἐνύπνιον ταύτῃ ἔκριναν Hdt. 1.120
, cf. 7.19, A.Pr. 485, etc.:—in [voice] Med.,ὁ γέρων ἐκρίνατ' ὀνείρους Il. 5.150
.6 c. acc. et inf., decide or judge that.., Hdt.1.30, 214, Pl. Tht. 17od, etc.;κρίνω σὲ νικᾶν A.Ch. 903
; so, with the inf. omitted,ἀνδρῶν πρῶτον κ. τινά S.OT34
; ; ;ἐκ τῶν λόγων μὴ κρῖνε.. σοφόν Philem.228
:—[voice] Pass., , cf. Th.2.40, etc.7 decide in favour of, prefer, choose,κρίνω δ' ἄφθονον ὄλβον A.Ag.47
<*>, cf. Supp. 396 (both lyr.); ;τινὰ πρό τινος Pl.R. 399e
, cf. Phlb. 57e;τι πρός τι Id.Phd. 110a
([voice] Pass.);εἴ σφε κρίνειεν Πάρις E.Tr. 928
, cf. Ar.Av. 1103, Ec. 1155; choose between,δύ' ἔσθ' ἃ κρῖναι τὸν γαμεῖν μέλλοντα δεῖ, ἤτοι προσηνῆ γ' ὄψιν ἢ χρηστὸν τρόπον Men.584
.8 c.inf.only, determine to do a thing, UPZ42.37(ii B. C.), Ep.Tit.3.12, 1 Ep.Cor.2.2, etc.; ζῆν μεθ' ὧν κρίνῃ τις ἄν (sc. ζῆν ) with whom he chooses to live, Men.506; butτὸ βιάζεσθαι οὐκ ἔκρινε D.S.15.32
.III in Trag., question,αὐτὸν.. ἅπας λεὼς κρίνει παραστάς S.Tr. 195
; εἴ νιν πρὸς βίαν κρίνειν θέλοις ib. 388; καὶ κρῖνε κἀξέλεγχ' Id.Ant. 399;μὴ κρῖνε, μὴ 'ξέταζε Id.Aj. 586
;σέ τοι, σὲ κρίνω Id.El. 1445
.2 bring to trial, accuse, D.2.29, 18.15, 19.233; κ. θανάτου judge (in matters) of life and death, X.Cyr.1.2.14;κ. τινὰ προδοσίας Lycurg.113
;περὶ προδοσίας Isoc.15.129
; κ. τινὰ κακώσεως ἐπαρχίας, Lat. repetundarum, Plu.Caes. 4:—[voice] Pass., to be brought to trial, Th.6.29; θανάτου ( δίκῃ add. cod. B) Id.3.57;Λεωκράτους τοῦ κρινομένου Lycurg.1
; κρίνομαι πρὸς Σωφρόνην; Men.Epit. 529; ; : c. gen. criminis,κρίνεσθαι δώρων Lys.27.3
:κ. ἐπ' ἀδικήματι Plu.2.241e
: abs.,ὁ κεκριμένος Aeschin.2.159
.3 pass sentence upon, condemn, D.19.232:— [voice] Pass., to be judged, condemned,κακούργου.. ἐστι κριθέντ' ἀποθανεῖν Id.4.47
;μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε Ev.Matt.7.1
; τὰ κεκριμένα the judgement of a court, PRyl.76.8 (ii A. D.). ( κρῐ-ν-y ω ἐ-κρῐ-ν-σα, cf. Lat. cerno (from *cr[icaron]-n-), crībrum (from * crei-dhrom).) -
10 παραδέχομαι
A :— receive from another,σῆμα Il.6.178
; [Γαῖα] σταγόνας παραδεξαμένη τίκτει θνητούς E.Fr.839.4
(anap.);τὰ φερόμενα γράμματα X.Cyr.8.6.17
, etc.; of children, receive by inheritance,σοφώτατα νοήματα Pi.O.7.72
;τὴν ἀρχήν Hdt.1.102
; π. τὸν πόλεμον παρὰ τοῦ πατρός ib.18; but μάχην π. take up and continue the battle, Id.9.40; receive by way of rumour or tradition,π. φήμην Pl.Lg. 713c
;ἀκοήν τινος Id.Ti. 23d
; of magistrates or others, receive articles entered in an inventory, etc., IG12.91.21, al., PHib.1.32.4 (iii B. C.), etc.; of pupils, receive lessons from a master,τοὺς μετὰ πόνου.. παραδεχομένους Plu.Cat.Mi.1
.2 c. inf., π. τινὶ πράττειν τι take upon oneself or engage to another to do a thing, D.58.38.3 admit,εἰς τὴν πόλιν Pl.R. 394d
, 399d, 605b; εἰς [τὴν οἰκίαν] D.40.2;εἰς τοὺς ἀγῶνας Aeschin.1.178
; admit to citizenship,τῶν περιοίκων τινάς Arist.Pol. 1303a7
; admit as a pupil, Pl.Euthd. 304b; π. τὸ ἔθνος admit to friendly relations, Plb.38.9.8.4 admit, allow,τὴν ἀπαγωγήν Lys.13.86
, cf. Pl.Tht. 155c, Lg. 935d;π. σκῆψιν Hyp. Eux.7
; π. τὸν λόγον accept the definition, Pl.Chrm. 162e, cf. Arist. Cat. 4a28; recognize as correct, agree to,συντίμησιν BGU1119.54
(i B. C.);τὸ δαπανηθέν PFay.125.10
(ii A. D.).II in later writers the [tense] aor. παρεδέχθην takes also a pass. sense, Luc.VH2.21, Gloss.; to be admitted,POxy.
477.24 (ii A. D.); also, to be credited as a set-off, BGU831.15 (iii A. D.): so [tense] fut.- δεχθήσομαι PAmh.2.86.13
(i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραδέχομαι
-
11 προσδέχομαι
προσδέχομαι, [dialect] Ion. [full] προσδέκομαι: used by Hom. only in [dialect] Ep. [tense] pres. part. ποτιδέγμενος (v. infr. 111): [tense] aor. 1 προσεδέχθην in pass. sense, Arist.Pr. 956b25, Plb.4.33.9, D.S.15.70:—A receive favourably, accept, τὸ ἐκ Δελφῶν [χρηστήριον] Hdt.1.48, cf. SIG557.11 (Magn. Mae., iii B.C.), etc.;π. συμμαχίαν X.HG7.4.2
; τὴν φιλίαν, τὰς διαλύσεις, Plb.1.16.8, 1.17.1; alsoπ. ἑκάστους ἐπὶ.. ὁμολογίαις Id.3.18.7
; receive hospitably, S.OT 1428, E.Ph. 1706;ζῶνθ' Ἡρακλῆ S.Tr. 233
.II admit,ἐς τὴν πόλιν Th.2.12
; admit into one's presence, of a king, X.Cyr.7.5.37, HG1.5.9; of a demos receiving foreign emissaries, SIG561.7 (Chalcis, found at Magn. Mae., iii B.C.).2 admit to citizenship, Pl.Lg. 708a, D.57.59; so ποία δὲ χέρνιψ φρατέρων προσδέξεται; A.Eu. 656;τοὺς οἰκέτας π. εἰς τὸ πολίτευμα IG9(2).517.32
(Epist. Philippi, Larissa, iii B.C.);π. τινὰ εἰς τοὺς ἐφήβους Sammelb.7333.40
(Alexandria, ii A.D.);ὁ προσδεχθησόμενος εἰς τὴν στιβάδα IG22.1368.52
;ὅταν τις.. προσδεχθῇ εἴς τι τῶν κατὰ τὸ σῶμα ἀθλημάτων Arist.
l.c.4 admit an argument, π. τὸ ψεῦδος, λόγον ἀληθῆ, Pl.R. 485c, 561b, cf. SIG685.130 (Magn. Mae., ii B.C.); π. πρόφασιν accept an excuse, PTeb.27.82 (ii B.C.).6 undertake,προσδέχεσθαι μάλα χρὴ τὰ τοιαῦτα ἰήματα Hp.Art.69
; take a liability upon oneself, guarantee,τὸ ἀνάλωμα IG5(1).501
, 555b, al. ([place name] Sparta); credit a sum to a person or an account, PHib.1.58 (iii B.C.), PSI4.372.9 (iii B.C.), PCair.Zen.306.11, 355.69, al. (iii B.C.), Ostr. 1089 (ii B.C.), Ostr.Bodl. i 256 (ii B.C.), etc.III await, expect, the only sense in Hom., in [dialect] Ep. part. ποτιδέγμενος waiting for or expecting,δῶρον Od.2.186
; σὴν ὁρμήν ib. 403;σὸν μῦθον 7.161
;ἡμέας 9.545
;λαῶν ὀτρυντύν Il.19.234
; ἀγγελίην ib. 336; so later,προσδεκομένους τοιοῦτον οὐδέν Hdt.3.146
, cf. S.Tr.15, E.Alc. 131 (lyr.), etc.;παρὰ ἃ προσεδέχετο Th.4.19
; τῷ Νικίᾳ προσδεχομένῳ ἦν τὰ παρὰ τῶν Ἐγεσταίων was according to his expectation, Id.6.46; π. τινός τι expect anything from anybody, Antipho Soph.10: c. acc. et inf. [tense] fut.,οὐδὲν πάντως προσεδέκοντο.. τὸν στόλον ὁρμήσεσθαι Hdt.5.34
, cf. 6.100, 7.156, al., Th.4.9;πολεμίους παρέσεσθαι X.Cyr.4.5.22
: c. part. [tense] fut.,τοῦτον π. ἐπαναστησόμενον Hdt.1.89
; πανταχόθεν π. τοὺς πολεμίους await them, Plb.2.69.6, etc.2 wait,ἥατ' ἐνὶ μεγάροις ποτιδέγμεναι Il.2.137
, cf. 9.628, Od.2.205, etc.;π. ὁππότ' ἄρ' ἔλθοι Il.7.415
; π. εἰ c. opt., Od.23.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσδέχομαι
-
12 εἰς-έρχομαι
εἰς-έρχομαι (ἔρχομαι; εἰςέλϑατε Matth. 7, 13; εἰςένϑωμες Theocr. 15, 68), 1) hineingehen, -kommen; Hom. mit dem bloßen acc., Φρυγίην, τεῖχος, Il. 3, 184. 22, 56; αὐλήν, δώματα, Pind. N. 10, 16 P. 10, 32; πόλιν, Soph. O. C. 917; ἄλσος, Trach. 1157; δόμους, Eur. Alc. 563; εἰς οἴκημα, Thuc. 1, 134; Plat. Prot. 321 e; com.; οἴκαδε εἰς ἐμαυτοῠ Hipp. mai. 304 d, vgl. Xen, Hell. 5, 4, 28; παρά τινα, Gorg. 456 b; πρός τινα, Xen. Hem. 3, 10, 1 u. Sp. Oft absolut, bes. = auftreten, vom Chor, Plat. Rep. IX, 580 b; vom Tänzer, Xen. An. 5, 7, 9. – Ἐς τὰς σπονδάς, ein Bündniß eingehen, Xen. Hell. 5, 1, 33; Thuc. 5, 36; – ἐς τοὺς ἐφήβους, in das Alter der Epheben treten, Xen. Cyr. 1, 5, 1. – Auch von Geld u. Waaren: einkommen, eingehen, Xen. πρόςοδοι, νόμισμα, Vectig. 5, 12 Lac. 7, 5. – 2) in attischer Gerichtssprache, vor Gericht gehen, εἰς δικαστήριον, Plat. Gorg. 522 d, wie Dem. 59, 90; ohne den Zusatz, sich vor Gericht stellen, Plat. Apol. 29 c Crit. 45 e; εἰς ὑμᾶς, Richter, Dem. 59, 1; bei Lys. 3, 7 vom Senat; auch εἰςῆλϑον τὴν γραφήν, Dem. 18, 105. 21, 6 u. andere Redner, die Klage vorbringen, vgl. εἴςειμι. Aber auch ὁ ἀγὼν εἰςέρχεται εἰς ὑμᾶς, Dem. 59, 16. 91. – 3) wie εἴςειμι, ein Amt antreten, Antiph. 6, 44; ἐς τὴν ὑπατείαν, D. Cass. oft. – 4) übertr., μένος ἄνδρας ἐςέρχεται, Muth kommt in die Männer, Il. 17, 157; πείνη δῆμον, Hungersnoth kommt über das Volk, Od. 15, 407; ὥς με πόλλ' ἐςέρχεται ἄλγη Aesch. Pers. 831; εἰςελϑέτω σε μήποϑ' ὡς ἐγὼ – ἔσομαι, es falle dir nie ein, komme dir nie in den Sinn, Prom. 1004: von Leidenschaften, ἔρως – ἰχϑύων γένει Soph. frg. 678; πόϑος μ' εἰςέρχεται, Sehnsucht ergreift mich, Eur. I. A. 1411; μ' ἔλεος εἰςῆλϑε I. A. 491; ἰδόντα γέλως εἰςῆλϑε Her. 6, 125; τὸν δὲ ἀκούσαντα εἰςῆλϑε αὐτίκα, ὡς εἴη τέρας, es fiel ihm ein, 8, 137, wie τὸν δὲ εἰςῆλϑε ϑεῶν εἶναι τὸ πρῆγμα 3, 42; ἐπιϑυμία τοὺς πολλούς, Begierde wandelte sie an, Plat. Legg. VIII, 838 b; seltner c. dat., ὑποψία μοι Lys. 218 c; αὐτοῖς διαλεγομένοις, im Gespräch fiel es ihnen ein, Theaet. 147 c; αὐτῷ δέος καὶ φροντίς Rep. I, 330 d; vgl. Her. 1, 24. 3, 14; Soph. O. C. 372; Plut. Timol. 26. Vgl. ἐπέρχομαι u. εἴςειμι.
-
13 εισερχομαι
ион. и староатт. ἐσέρχομαι (fut. εἰσελεύσομαι, aor. εἰσῆλθον и εἰσήλῠθον)1) входить, приходить, прибывать(πόλιν Hom.; Φρυγίην Hom.; ἐς Πλάταιαν Thuc.; δόμους Eur.; ἐς οἴκημα Thuc.; οἴκαδε Xen., Aeschin.; πρός τινα Xen. и παρά τινα Plat.)
2) поступать, проникать(ἥ νόσος ἐς Πελοπόννησον οὐ ἐσῆλθεν Thuc.)
ἐς σπονδὰς ἐσελθεῖν Thuc. — примкнуть к союзному договору;εἰ. εἰς τοὺς ἐφήβους Xen. — вступать в число эфебов;τὰ εἰσερχόμενα καὴ τὰ ἐξερχόμενα Arst. — поступления (доходы) и расходы3) юр. являться, представать(εἰς τὸ δικαστήριον Plat., Dem. и εἰς τοὺς δικαστάς Dem.)
οἱ ὑπὲρ τῶν κοινῶν εἰσεληλυθότες δικασταί Dem. — судьи, собравшиеся для разбора дел общественной важности;4) появляться на сцене, выступать Xen., Plat.5) ( о душевных явлениях) возникатьΚροῖσον γέλως εἰσῆλθε Her. — Крез разразился смехом;
Κροίσῳ ἐσῆλθε τὸ τοῦ Σόλωνος Her. — Крезу вспомнилось изречение Солона;εἰσελθέτω σε μήποθ΄ ὡς θηλύνους γενήσομαι Aesch. — не надейся, что я оробею, как женщина;εἰσῆλθε με φοβηθῆναι ξυννοήσαντα, τί … Plat. — мною овладел страх при мысли о том, что именно … -
14 εἰςέρχομαι
εἰς-έρχομαι, (1) hineingehen, -kommen. Oft absolut, bes. = auftreten (vom Chor); vom Tänzer. Ἐς τὰς σπονδάς, ein Bündnis eingehen; ἐς τοὺς ἐφήβους, in das Alter der Epheben treten. Auch von Geld u. Waren: einkommen, eingehen. (2) in attischer Gerichtssprache: vor Gericht gehen; ohne den Zusatz: sich vor Gericht stellen; εἰς ὑμᾶς, Richter; vom Senat; die Klage vorbringen. (3) wie εἴςειμι, ein Amt antreten. (4) übertr., μένος ἄνδρας ἐςέρχεται, Mut kommt in die Männer; πείνη δῆμον, Hungersnot kommt über das Volk; εἰςελϑέτω σε μήποϑ' ὡς ἐγὼ ἔσομαι, es falle dir nie ein, komme dir nie in den Sinn; von Leidenschaften; πόϑος μ' εἰςέρχεται, Sehnsucht ergreift mich; τὸν δὲ ἀκούσαντα εἰςῆλϑε αὐτίκα, ὡς εἴη τέρας, es fiel ihm ein; ἐπιϑυμία τοὺς πολλούς, Begierde wandelte sie an; αὐτοῖς διαλεγομένοις, im Gespräch fiel es ihnen ein -
15 εἰς-γραφή
εἰς-γραφή, ἡ, das Einschreiben; ἡ ἐς τοὺς ἐφήβους D. Cass. 59, 2.
-
16 εἰσγραφή
εἰσγρᾰφή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσγραφή
-
17 εἰσκρίνω
II cause to enter,πνεῦμα Iamb.Myst.3.13
, cf. PMag.Lond. 121.432; ὀυείρους μερόπεσσιν Orac. in App.Anth.6.197: but more freq.,III [voice] Pass., enter into, penetrate, D.L.1.7, Ph.2.604, Gp. 15.6.2, Iamb.Myst.1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσκρίνω
-
18 ἀκρατίζομαι
A drink neat wine; hence, breakfast, because this consisted of bread dipped in wine (Ath.1.11c sq.), Ar.Pl. 295, ubi v. Sch., Canthar.8: c. acc., ἀ. κοκκύμηλα to breakfast on plums, Ar.Fr. 607;μικρόν Aristomen.14
: metaph., c. gen.,ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας Ph.2.166
:—later in [voice] Act. - ίζω, [tense] fut. - ιῶ, entertain at breakfast,τοὺς ἐφήβους Inscr.Prien.113.41
: metaph.,ποτιζέτω καὶ ἀκρατιζέτω ψυχάς Ph.1.103
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρατίζομαι
-
19 ἔφηβος
A one arrived at adolescence (i. e. the age of 18 years, Poll.8.105, Harp. s.v. ἐπιδιετές; in Persia 16 or 17 years, X.Cyr.1.2.8), Lycurg.76, Arist.Ath.42.2, IG22.1156, al., SIG959.12 ([place name] Chios), etc.;εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι Pl.Ax. 366e
; H.: generally, boy,καλός ἐστιν ἔ. ὁ σός PLit.Lond.52
.2 young girl, Hsch.III throw of the dice, AP7.427.5 (Antip. Sid.). -
20 ἐγκρίνω
ἐγκρίνω (ἐν + κρίνω) 1 aor. ἐνέκρινα, inf. ἐγκρῖναι (Eur.+; Pla., X.; CIG II, 2715a, 11 ἐ. εἰς τοὺς ἐφήβους; IG 7, 29, 6; Sb 9559, 10 [III B.C.]; EpArist 228; Jos., Bell. 2, 138) to make a judgment about someth. and classify it in a specific group, to class τινά τινι someone w. someone (Synes., Ep. 105 p. 250c) 2 Cor 10:12 (in a play on words w. συγκρῖναι compare).—M-M. s.v. ἐνκρίνω. TW.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
πέτασος — Ονομασία καλύματος της κεφαλής στην αρχαιότητα. Ήταν πλατύγυρος και κατασκευαζόταν από πίλημα, δέρμα ή άχυρα. Δενόταν κάτω από το σαγόνι με παραγναθίδες. Ο π. προφύλασσε από τη βροχή και τον ήλιο και αποτελούσε το σύμβολο των οδοιπόρων. * * * ο,… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… … Dictionary of Greek
κοσμητής — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους … Dictionary of Greek
γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… … Dictionary of Greek
δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… … Dictionary of Greek
Κλύτος ή Κλυτός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Παλλαντίδες. Μαζί με τους δύο αδελφούς του πήγε στην Αίγινα και ζήτησε ενισχύσεις για τον αγώνα εναντίον του Μίνωα. 2. Ένας από τους Αιγυπτιάδες. Σκοτώθηκε από τη Δαναΐδα σύζυγό του, Αυτοδίκη. 3. Ένας… … Dictionary of Greek
Διονύσου, θέατρο του- — Αρχαίο θέατρο της Αθήνας, στους νότιους πρόποδες της Ακρόπολης. Το θέατρο αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1838. Σήμερα διασώζονται τα κύρια αρχιτεκτονικά του στοιχεία, όπως η ορχήστρα, το κοίλο και η σκηνή. Οι πληροφορίες σχετικά … Dictionary of Greek
Σκιώνη — Αρχαία πόλη στο άκρο της χερσονήσου της Παλλήνης. Κατά το Θουκυδίδη, οι Σκιωναίοι έλεγαν πως κατάγονταν από τους Πελληνείς της Πελοποννήσου και πως οι αρχαίοι προγονοί τους, επιστρέφοντας από την Τροία, έπεσαν σε τρικυμία που σκόρπισε τους… … Dictionary of Greek